κάθυδρος

κάθυδρος
κάθυδρος, -ον (Α)
γεμάτος νερό («κάθυδρος κρατήρ», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -υδρος (< ὕδωρ), πρβλ. άν-υδρος, έν-υδρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κάθυδρος — very watery masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάθυδρον — κάθυδρος very watery masc/fem acc sg κάθυδρος very watery neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθύδροις — κάθυδρος very watery masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθύδρου — κάθυδρος very watery masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθύδρους — κάθυδρος very watery masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθύδρων — κάθυδρος very watery masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθύδρῳ — κάθυδρος very watery masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάθυδροι — κάθυδρος very watery masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύδωρ — το / ὕδωρ, ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α (στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό 2. φρ. α) «γην και ύδωρ» βλ. γη β) «ύδατος και γης απαγόρευσις» (στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”